Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει

Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
Η γλώσσα είναι δίκοπο και τρομερό μαχαίρι, και αν δεν την προσέχουμε, πολλές πληγές μας φέρει
– Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
– Η πληγή της μαχαιριάς βρίσκει γιατρειά, της γλώσσας ούτε παρηγοριά
– Τα πικρά λογάκια βγάζουν τα ματάκια
Язык мягок, а кости ломает
Рана от ножа заживет, от языка – нет
Слово – не стрела, да пуще стрелы
Язык – опасное оружие
Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει" в других словарях:

  • κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… …   Dictionary of Greek

  • τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …   Dictionary of Greek

  • κόκαλο — το 1. οστό: Πέταξε στα σκυλιά τα κόκαλα. 2. κάθε εργαλείο που είναι κατασκευασμένο από κόκαλο. 3. φρ., «Έμεινε πετσί και κόκαλο», αδυνάτισε πολύ. 4. φρ., «Eίναι γερό κόκαλο», έχει μεγάλη σωματική αντοχή. 5. παροιμ., «H γλώσσα κόκαλα δεν έχει και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»